προσανάχωμα

προσανάχωμα
το дамба

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προσανάχωμα" в других словарях:

  • προσανάχωμα — το, Ν ανάχωμα ή κτιστός τοίχος κατά μήκος τής όχθης ποταμού για την αναχαίτιση τής ορμής τού ρεύματος και την αποτροπή επαπειλούμενων κινδύνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ανάχωμα. Η λ., στον πληθ. τα προσαναχώματα, μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»